- πλανωμένους
- πλανάωcause to wanderpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερρούσαλος — ἐρρούσαλος και ἔρρουλος, ὁ (Μ) αλήτης, περιπλανώμενος («ἐρρουσάλους Ῥωμαῑοι τοὺς ἀλήτας καὶ πλανωμένους ἐκάλουν oἱ δὲ ἰδιῶται ἐρρούρους αὐτοὺς ἐξ ἀγνοίας λέγουσιν», Ιω. Λυδ.) … Dictionary of Greek